πρατίας

πρατίας
πρατίᾱς , πρατίας
masc acc pl
πρατίᾱς , πρατίας
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρατίας — ὁ, Α 1. πρατήρ* 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρατίας ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρατός + επίθημα ίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”